αναπόσπαστος

αναπόσπαστος
-η, -ο (Μ ἀναπόσπαστος, -ον) [ἀποσπῶ]
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποσπάσει, να τόν αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος
νεοελλ.
απαραίτητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναπόσπαστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος, αξεκόλλητος: Οι δυο τους έχουν συνδεθεί αναπόσπαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναποσπάστως — ἀναπόσπαστος inseparable adverbial ἀναπόσπαστος inseparable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόσπαστον — ἀναπόσπαστος inseparable masc/fem acc sg ἀναπόσπαστος inseparable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόσπαστα — ἀναπόσπαστος inseparable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αναπάλλακτος — ἀναπάλλακτος, ον (Α) [ἀπαλλάσσω] 1. ο στερεά προσκολλημένος κάπου, αναπόσπαστος, αμετακίνητος, μόνιμος 2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί, δεν έχει φύγει από κάπου …   Dictionary of Greek

  • αξεκόλλητος — η, ο αυτός που δεν ξεκόλλησε από κάτι ή που δεν είναι δυνατόν να ξεκολλήσει, αναπόσπαστος …   Dictionary of Greek

  • αναφαίρετος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αφαιρέσει κανείς, αναπόσπαστος: Τα δημοκρατικά καθεστώτα αναγνωρίζουν στους πολίτες ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”